Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γούμενος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γούμενος ο [γúmenos] Ο20 θηλ. γουμένισσα [γuménisa] Ο27 : (λαϊκότρ.) ηγούμενος.

[μσν. γούμενος < ηγούμενος με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· μσν. γουμένισσα < γούμεν(ος) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες