Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γούλα η [γúla] Ο25α : (οικ.) ο πρόλοβος των πουλιών.
[μσν. γούλα < λατ. gula `λαιμός΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- γούλα (I) η.
-
- 1)
- α) Φάρυγγας, «λαιμός»:
- Προς πεφυσιωμένην έχοντα (ενν. τον ιέρακα) την γούλαν (Ιερακοσ. 45216)·
- β) (συνεκδ.) στομάχι, κοιλιά (Τσουδερός 1969: 110):
- (Ιερακοσ. 45820)·
- την τροφήν πέψει την εν τῃ γούλᾳ (Ιερακοσ. 50429)·
- γ) έκφρ. Άδου γούλα = ο κάτω κόσμος (πβ. κοιλία):
- (Ριμ. Βελ. ρ 213).
- α) Φάρυγγας, «λαιμός»:
- 2)
- α) (Μεταφ.) λαιμαργία:
- η γούλα και το πόρνευμα, το ένα σύρνει τ’ άλλο (Γεωργηλ., Θαν. 546)·
- β) απληστία:
- Η γούλα κάστρη καταλεί και μετ’ αυτά διαβαίνει (Δεφ., Λόγ. 231).
- α) (Μεταφ.) λαιμαργία:
[μτγν. ουσ. γούλα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- γούλα (II) η.
-
- α) Το φαγώσιμο τρυφερό κοτσάνι του λάχανου, του μαρουλιού κ.τ.ο. και ο βλαστός και η σαρκώδης γογγυλοειδής, σφαιρική κ.ά. ρίζα των τεύτλων:
- καν ψωμίν ο κηπουρός να χόρταινα και γούλας (Προδρ. III 197-7 χφ P κριτ. υπ.)·
- β) ονομασία διαφόρων ειδών λάχανου κ.τ.ο.:
- τας γούλας τας χοντράς τάς λέγουνε κουρούκλες (Διήγ. παιδ. 602 και κριτ. υπ).
[<ουσ. γουλίν + κατάλ. ‑α. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]
- α) Το φαγώσιμο τρυφερό κοτσάνι του λάχανου, του μαρουλιού κ.τ.ο. και ο βλαστός και η σαρκώδης γογγυλοειδής, σφαιρική κ.ά. ρίζα των τεύτλων:
[Λεξικό Κριαρά]
- γούλαιον το.
-
- Πύργος·
- (εδώ) προκ. για πυργοειδή μιναρέ:
- Έχει (ενν. η σμαγίδα) και υπερκείμενον γούλαιον εκτισμένον (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1269).
- (εδώ) προκ. για πυργοειδή μιναρέ:
[λ. πιθ. πλαστή <ουσ. γουλάς + κατάλ. ‑αιον (αν δεν πρόκ. για αρσ. γούλαιος ο, κατά το γουλάς)]
- Πύργος·
[Λεξικό Κριαρά]
- γουλάμιος ο.
-
- Μέλος της προσωπικής φρουράς ηγεμόνα της Αραβίας, της Περσίας κ.ά., άντρας, συν. νεαρής ηλικίας, σκλάβος ή απελεύθερος:
- είχε και τους αγούρους του χιλίους γουλαμίους (Διγ. Gr. 18).
[<αραβ. ghulām]
- Μέλος της προσωπικής φρουράς ηγεμόνα της Αραβίας, της Περσίας κ.ά., άντρας, συν. νεαρής ηλικίας, σκλάβος ή απελεύθερος:
[Λεξικό Κριαρά]
- γουλάρης, επίθ.
-
- Φαγάς, λαίμαργος:
- τρυφηλόν με λέγουσιν, αδηφάγον, γουλάρη (Προδρ. IV 297· Κατζ. Ε´ 315).
[<ουσ. γούλα (I) + κατάλ. ‑άρης. Η λ. τον 11. αι. (LBG· πβ. αυτ. τ. ‑ιος, πιθ. τον 9. αι.), στο Du Cange App. και σήμ. ιδιωμ.]
- Φαγάς, λαίμαργος:
[Λεξικό Κριαρά]
- γουλάς ο,
- βλ. κουλάς.