Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γούβα η [γúva] Ο25α : 1. μικρό κοίλωμα, μικρό βαθούλωμα· γούβωμα: Όλες οι γούβες γέμισαν βρόχινο νερό. 2. τόπος που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τις περιοχές που τον περιβάλλουν.
γουβίτσα η YΠΟKΟΡ. [ελνστ. ή μσν. γουβάς `λάκκος, σπηλιά΄ < (;) μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ. (μετακ. τόνου;) ή αλβ. guv(ë) `κοίλωμα΄ (πρβ. βλάχ. guva) -α· γούβ(α) -ίτσα]