Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γοφός ο [γofós] Ο17 : το γύρω από την άρθρωση των μηριαίων οστών μέρος του σώματος· ισχίο: Έπαθε εξάρθρωση του γοφού. Περπατούσε αργά κουνώντας τους γοφούς της. Έχει στενούς γοφούς. H φούστα που φορούσε της τόνιζε τους γοφούς.
[αρχ. γόμφος `αρμός του σώματος΄ με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] και μετακ. του τόνου κατά το μηρός(;)]