Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουστόζος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γουστόζος ο [γustózos] Ο18 θηλ. γουστόζα [γustóza] Ο25α : αυτός που είναι ευχάριστος, χαριτωμένος, διασκεδαστικός. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος.

[βεν. gustoso -ς· γουστόζ(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες