Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουστόζικος -η -ο [γustózikos] Ε5 : για κτ. που είναι διασκεδαστικό, ευχάριστο, χαριτωμένο: Γουστόζικο αστείο. Mιλούσε με γουστόζικο τρόπο. || Γουστόζικο καπελάκι / φουστάνι.
γουστόζικα ΕΠIΡΡ: Mας τα διηγήθηκε πολύ ~. [γουστόζ(ος) -ικος]