Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουστάρω [γustáro] & γουστέρνω [γustérno] Ρ6α : (λαϊκ.) λαχταρώ, επιθυμώ κτ. πολύ: Γουστάρισα / μου γούσταρε λίγο καρπούζι. Θα πάμε όπου γουστάρεις εσύ. Σήμερα ~ θάλασσα. || (μου) γουστάρει, (μου) αρέσει, είναι του γούστου (μου): Θα κάνω ό,τι μου γουστάρει χωρίς να ρωτήσω κανέναν. Δε μας γουστάρουν οι φάτσες τους. Aυτόν δεν τον ~. Άμα σου γουστάρει / άμα γουστάρεις
, απειλητικά, αν σου αρέσει, αν τολμάς.
[βεν. gustar(e) -ω· γουστ(άρω) μεταπλ. -έρνω]