Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουρούνι το [γurúni] Ο44 θηλ. γουρούνα [γurúna] Ο25α : 1. παμφάγο κατοικίδιο θηλαστικό, με ογκώδες σώμα και σκληρές τρίχες, ονομαστό για τη βρομιά του, το οποίο εκτρέφεται για το κρέας και για το δέρμα του· χοίρος: Tο ~ γρυλίζει. Tρώει σαν ~, άπληστα, λαίμαργα, χωρίς τρόπους. Zουν σαν τα γουρούνια, μέσα στη βρομιά. ΦΡ (αγοράζω) ~ στο σακί*. 2. (μτφ.) για άνθρωπο: α. βρόμικο ή πολύ χοντρό. β. άξεστο, αναίσθητο, αχάριστο.
γουρουνάκι το YΠΟKΟΡ το μικρό του γουρουνιού: ~ του γάλακτος, πολύ μικρό, που θήλαζε ακόμα. [μσν. γουρούνιν < *γρούνιν με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή του [r], υποκορ. του αρχ. (λακωνική διάλ.) γρῶν(α) (ηχομιμ.: δες στο γρι) -ιον ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή του [r] )· γουρούν(ι) μεγεθ. -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- γουρούνιν το· γουρούνι· γουρούνι(ο)ν· γουρώνιν.
-
- α) Γουρούνι:
- αδιάντροπε, ντεζούτελε, θρεμμένε με γουρούνια (Φορτουν. Ε´ 240)·
- β) έκφρ. γουρούνιν κάπρειον = αγριογούρουνο:
- (Σπανός A 268).
[<ουσ. *γρούνιν <αρχ. ουσ. γρώνα. Τ. ‑ιον στο Meursius. Η λ. το 12. αι. (LBG). Ο τ. ‑ι και σήμ.]
- α) Γουρούνι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουρουνίσιος -α -ο [γurunísxos] Ε4 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε γουρούνι: Γουρουνίσια ουρά. Γουρουνίσιο πόδι / δέρμα. || (μτφ.): Γουρουνίσιοι τρόποι.
[γουρούν(ι) -ίσιος]
[Λεξικό Κριαρά]
- γουρουνίτικος, επίθ.
-
- Γουρουνίσιος:
- γουρουνίτικον μούτσουνον (Μπερτολδίνος 133).
[<ουσ. γουρούνι + κατάλ. ‑ίτικος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Γουρουνίσιος: