Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουρουνότριχα η [γurunótrixa] Ο27α : η τρίχα του γουρουνιού και μτφ. σκληρή και άγρια τρίχα: Bούρτσα από ~. Mαλλιά σαν γουρουνότριχες. ΦΡ παρά ~, παρά λίγο· ΣYN ΦΡ παρά τρίχα.
[μσν. γουρουνότριχα < γουρουνο- + τρίχα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γουρουνότριχα η.
-
- Γουρουνότριχα:
- φρύδια … μακρά και άγρια σαν γουρουνότριχες (Μπερτόλδος 6).
[<ουσ. γουρούνι + τρίχα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Γουρουνότριχα: