Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουρουνόπουλο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γουρουνόπουλο το [γurunópulo] Ο41 : σφαγμένο ή ψημένο γουρουνάκι: ~ ψητό / στη σούβλα.

[μσν. γουρουνόπουλο(ν) < γουρούν(ι) -όπουλον]

[Λεξικό Κριαρά]
γουρουνόπουλο το· ?γουρ’νόπουλο.
  • Γουρουνάκι:
    • (Λεξ. μακεδ. 39).
  • Η λ. στον πληθ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 27816).

[<ουσ. γουρούνι + κατάλ. όπουλο. Η λ. στον Μeursius (λλον) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες