Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γουρουνίτικος, επίθ.
-
- Γουρουνίσιος:
- γουρουνίτικον μούτσουνον (Μπερτολδίνος 133).
[<ουσ. γουρούνι + κατάλ. ‑ίτικος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Γουρουνίσιος: