Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουρουνίσιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γουρουνίσιος -α -ο [γurunísxos] Ε4 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε γουρούνι: Γουρουνίσια ουρά. Γουρουνίσιο πόδι / δέρμα. || (μτφ.): Γουρουνίσιοι τρόποι.

[γουρούν(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες