Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γουρλομάτης, επίθ.
-
- Που έχει μάτια γουρλωμένα, εξογκωμένα:
- άνθρωπος μεγαλόκορμος, χοντροκέφαλος, γουρλομάτης (Συναδ. φ. 47r).
[<γουρλώνω (<γρυλλώνω, βλ. ά.) + ουσ. μάτι. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει μάτια γουρλωμένα, εξογκωμένα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουρλομάτης -α -ικο [γurlomátis] Ε9 : που έχει γουρλωτά μάτια. || (ως ουσ.).
[μσν. γουρλομάτης < *γουρλωνομάτης με απλολ. [rlono > rlo] < γουρλών(ω) -ο- + -μάτης]