Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουνοποιία η [γunopiía] Ο25 : η τέχνη της κατεργασίας της γούνας και της ραφής ενδυμάτων από γούνα. || βιοτεχνία ή βιομηχανία κατεργασίας και ραφής γουναρικών.
[λόγ. γούν(α) -ο- + -ποιία]