Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γουνάρης ο· γούναρης.
-
- Γουναράς:
- επέθανεν ένας παιδίος Φλαμίγκος γουνάρης (Μαχ. 63419).
[<ουσ. γουνάριος (5.-6. αι., LBG· βλ. και DGE, L‑S Suppl.) <ουσ. γούνα + κατάλ. ‑άριος. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Τ. ‑νν‑ σήμ. κυπρ. (ΙΛ, λ. γού‑). Η λ. το 14. αι. (LBG)]
- Γουναράς: