Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουλιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γουλιά η [γulá] Ο24 : 1. μικρή ποσότητα ενός υγρού που μπορεί να καταπιεί κανείς μεμιάς: Έπινε το τσάι της με μικρές γουλιές. Ήπιε μια ~ νερό και συνέχισε… || για ελάχιστη ποσότητα: Άφησέ μου μια ~ κρασί. 2. (ως επίρρ.) α. με επανάληψη: Ρουφούσε τον καφέ του ~ ~. β. (για υγρά) καθόλου: Όταν φτάσανε στην πηγή, δε βρήκανε ~ νερό. γουλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[γούλ(α) -ιά· γουλ(ιά) -ίτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
γουλιά η.
  • 1) Μπουκιά ή ρουφηξιά:
    • όντε μου λέγαν τη γουλιά πώς να την καταπίνω (Ερωτόκρ. Δ´ 595
    • όντας δεις καλή γουλιά στο πιάτο (Στάθ. Α´ 121).
  • 2) Μικρό κομμάτι (γης):
    • μια γουλιά σπιτότοπος (Βαρούχ. 63315).

[<ουσ. γούλα (I) + κατάλ. ιά. Η λ. στο Du Cange (στη λ. και ία, λ. γούλα) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γουλιανός ο [γulanós] Ο17 : μεγαλόσωμο ψάρι του γλυκού νερού που το συναντά κανείς σε πολλά ποτάμια της Ελλάδας.

[ελνστ. γλάνιος (αρχ. γλάνις) > μσν. προφ. [γláos] > *γλιανός (μετάθ. ουρανικότητας [l- > l-n] ), με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και μετακ. τόνου ίσως αναλ. προς άλλα ουσ. και επίθ. με διπλό τον., π.χ.: έξυπνος - ξυπνός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες