Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γουλί το [γulí] Ο43 : ο τρυφερός βλαστός του λάχανου. || σφαιρική υπόγεια ρίζα φυτού: Tο ~ από το σέλινο. || (ως επίρρ.) για κεφάλι φαλακρό ή υπερβολικά κουρεμένο: Tον κούρεψαν ~. ~ έμεινε. Ξύρισε ~ το κεφάλι του.
[μσν. γουλίν < *γλιν με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] < *αγλίον υποκορ. του αρχ. ἡ ἄγλ(ις) `σκελίδα σκόρδο΄ -ίον]
- γουλί(ν) το,
- βλ. ουλί(ν).
- γουλιά η [γulá] Ο24 : 1. μικρή ποσότητα ενός υγρού που μπορεί να καταπιεί κανείς μεμιάς: Έπινε το τσάι της με μικρές γουλιές. Ήπιε μια ~ νερό και συνέχισε
|| για ελάχιστη ποσότητα: Άφησέ μου μια ~ κρασί. 2. (ως επίρρ.) α. με επανάληψη: Ρουφούσε τον καφέ του ~ ~. β. (για υγρά) καθόλου: Όταν φτάσανε στην πηγή, δε βρήκανε ~ νερό.
γουλίτσα η YΠΟKΟΡ. [γούλ(α) -ιά· γουλ(ιά) -ίτσα]
- γουλιά η.
-
- 1) Μπουκιά ή ρουφηξιά:
- όντε μου λέγαν τη γουλιά πώς να την καταπίνω (Ερωτόκρ. Δ´ 595)·
- όντας δεις καλή γουλιά στο πιάτο (Στάθ. Α´ 121).
- 2) Μικρό κομμάτι (γης):
- μια γουλιά σπιτότοπος (Βαρούχ. 63315).
[<ουσ. γούλα (I) + κατάλ. ‑ιά. Η λ. στο Du Cange (στη λ. και ‑ία, λ. γούλα) και σήμ.]
- 1) Μπουκιά ή ρουφηξιά:
- γουλιανός ο [γulanós] Ο17 : μεγαλόσωμο ψάρι του γλυκού νερού που το συναντά κανείς σε πολλά ποτάμια της Ελλάδας.
[ελνστ. γλάνιος (αρχ. γλάνις) > μσν. προφ. [γlá
os] > *γλιανός (μετάθ. ουρανικότητας [l- > l-n] ), με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και μετακ. τόνου ίσως αναλ. προς άλλα ουσ. και επίθ. με διπλό τον., π.χ.: έξυπνος - ξυπνός]
- γουλίδι το.
-
- Μικρό κομμάτι (γης):
- ένα γουλίδι χωράφι (Βαρούχ. 3012).
[<ουσ. γουλιά + κατάλ. ‑ίδι. Η λ. και σήμ. κρητ. (ΙΛ)]
- Μικρό κομμάτι (γης):
- γουλίν το.
-
- α) Το τρυφερό κοτσάνι του λάχανου κ.τ.ο.:
- ας τρώγεις νήστις το γουλίν της κράμβης (Σταφ., Ιατροσ. 7191)·
- β) είδος λάχανου:
- φρύγιον κράμβην και γουλίν (Προδρ. II 42).
[<ουσ. γωλίον (12. αι., LBG) <λατ. colis (Henrich 1998: 594). Η λ. στο Meursius και σήμ. (‑ί)]
- α) Το τρυφερό κοτσάνι του λάχανου κ.τ.ο.: