Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουικέντ το [γuikénd] Ο (άκλ.) : το Σαββατοκύριακο, συνήθ. ως χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορεί κάποιος να ταξιδέψει, να πάει εκδρομή κτλ.: Πού θα πάτε για ~;
[λόγ. < γαλλ. week-end < αγγλ. weekend]