Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουδοχέρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γουδοχέρι το [γuδoxéri] Ο44 : κυλινδρικό εξάρτημα του γουδιού. ΦΡ το γουδί* το ~ (και τον κόπανο στο χέρι).

[γουδ(ί) -ο- + χέρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες