Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουδί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γουδί το [γuδí] Ο43 : ξύλινο, μεταλλικό ή μαρμάρινο κοίλο σκεύος στο οποίο τρίβουν και κοπανίζουν με το γουδοχέρι διάφορα υλικά, κυρίως καρυκεύματα: ~ του φαρμακείου. ΦΡ το ~, το γουδοχέρι (και τον κόπανο στο χέρι)· ΣYN έκφρ. τα ίδια και τα ίδια, για κπ. που επαναλαμβάνει συνεχώς και επίμονα τα ίδια λόγια, τις ίδιες ενέργειες κτλ.

[μσν. γδι(ν) με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] (;) < μσν. ιγδίον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. του αρχ. ἴγδ(ις) -ίον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες