Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γοργός, επίθ.· γουργός.
-
- Γρήγορος:
- τούτο το ανάβα το γοργόν έχει και οξύν κατάβαν (Γλυκά, Στ. 363· Κορων., Μπούας 128).
[αρχ. επίθ. γοργός. Η λ. και σήμ.]
- Γρήγορος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γοργός -ή -ό [γorγós] Ε1 : γρήγορος και συγχρόνως ζωηρός και σβέλτος: ~ ρυθμός. Γοργό βήμα. (λόγ. γνωμ.) το γοργό(ν) και χάριν έχει, όσο γρηγορότερα γίνεται κτ., τόσο το καλύτερο.
γοργά ΕΠIΡΡ. [μσν. γοργός, ελνστ. σημ.: `ζωηρός΄, αρχ. σημ.: `άγριος, βλοσυρός΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- γοργοσκανδάλιστον το.
-
- (Προκ. για συνθήκη, συμφωνία) τάση για αθέτηση, παραβίαση:
- (Παράφρ. Χων. 230).
[<επίθ. γοργός + σκανδαλίζω]
- (Προκ. για συνθήκη, συμφωνία) τάση για αθέτηση, παραβίαση:
[Λεξικό Κριαρά]
- γοργοσώνω.
-
- Προλαβαίνω γρήγορα:
- για να γοργοσώσει να ’ρθει να σ’ εύρει, κι επαρχιά κι ό,τι όριζεν αφήκε (Ροδολ. Β´ 148).
[επίρρ. γοργά + σώνω]
- Προλαβαίνω γρήγορα: