Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γοργόνα η [γorγóna] Ο25α : 1. θαλασσινό πλάσμα της νεοελληνικής λαϊκής παράδοσης με σώμα γυναίκας από τη μέση και πάνω και ψαριού από τη μέση και κάτω. || (επέκτ.) ακρόπρωρο που παριστάνει ολόγλυφη γυναικεία φιγούρα. 2. (μτφ.) γυναίκα με πολύ ωραίο σώμα.
[αρχ. Γοργώ, Γοργών, αιτ. -όνα `φτερωτό μυθολογικό τέρας΄]