Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γοργό
31 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
γοργό, επίρρ.,
βλ. γοργόν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γοργο- [γorγo] & γοργό- [γorγó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (συνήθ. λογοτ.) α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται: 1. από τη γρήγορη κίνηση αυτού που δηλώνει ή υπονοεί το β' συνθετικό: ~πόδαρος, γοργόφτερος. || ~τάξιδος. 2. από τη γρήγορη έλευση αυτού που δηλώνει το β' συνθετικό: ~θάνατος.

[μσν. γοργο- θ. του επιθ. γοργ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. γοργο-πόδαρος]

[Λεξικό Κριαρά]
γοργοβαριούμαι.
  • Βαριέμαι γρήγορα κάπ.:
    • Αυτείνος που … ετέλειωσε, ωσάν ήθελε, σ’ εμέ την όρεξή του, έτσι εγοργοβαρέθη με …; (Ροδολ. Δ´ 193).

[<επίρρ. γοργά + βαριούμαι]

[Λεξικό Κριαρά]
γοργόβλεπος, επίθ.
  • Που βλέπει γρήγορα:
    • Τα μάτια της γοργόβλεπα (Διγ. Άνδρ. 35219).

[<γοργοβλέπω. Η λ. στο ΙΛ]

[Λεξικό Κριαρά]
γοργοβλέπω· γουργοβλέπω.
  • Βλέπω γρήγορα:
    • φαιδρός (ενν. ο Αχιλλεύς) και γουργοβλέπων (Ερμον. Δ 117).

[<επίρρ. γοργά + βλέπω]

[Λεξικό Κριαρά]
γοργογιαγέρνω· γοργοδιαγέρνω.
  • Επιστρέφω γρήγορα:
    • Λοιπόν, ψυχή μου, αν δεν στραφείς, α δεν γοργοδιαγείρεις, πέμπει με εις Άδην σύντομα η πικροχωρισιά σου (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 142).

[<επίρρ. γοργά + γιαγέρνω. Η λ. και τ. γαέρνω σήμ. κρητ. (Πιτυκ., στη λ., ΙΛ, λ. διαγέρνω)]

[Λεξικό Κριαρά]
γοργογκρεμίζω.
  • (Μέσ.) γκρεμίζομαι γρήγορα:
    • άνω πολλοί ανέβαιναν …, αλλά γοργογκρεμίζουνταν στον χαμηλόν τον τόπον (Αχέλ. 1769).

[<επίρρ. γοργά + γκρεμίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
γοργόγλωσσος, επίθ.
  • Το ουδ. του επιθ. ως ουσ. = ευχέρεια λόγου, ευφράδεια:
    • Όταν είδα γουν … το γοργόγλωσσον εκείνο και το τολμηρόν τό είχεν (Πτωχολ. α 647).

[<επίθ. γοργός + ουσ. γλώσσα]

[Λεξικό Κριαρά]
γοργογυρίζω.
  • 1) (Μτβ.) αναγκάζω κάποιον να γυρίσει γρήγορα πίσω:
    • αν αυτοπροαίρετος ου θέλει να γυρίσει, επάρετέ τον πεταστόν, γοργογυρίσετέ τον (Βέλθ. 119).
  • 2) (Αμτβ.) γυρίζω, στρέφω γρήγορα:
    • Τρεις ίγκλες μού τον ίγκλωσε (ενν. τον μαύρον) … και τον βαρύν χαλίναρον, διά να γοργογυρίζει (Διγ. Esc. 801).

[<επίρρ. γοργά + γυρίζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

[Λεξικό Κριαρά]
γοργοδιαγέρνω,
βλ. γοργογιαγέρνω.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες