Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γοργοπόδαρος, επίθ.
-
- Που έχει πόδια γρήγορα, γρήγορος:
- λαγόν … γοργοπόδαρον (Διήγ. παιδ. 45).
[<επίθ. γοργός + ουσ. ποδάρι. Η λ. και σήμ. (ΙΛ)]
- Που έχει πόδια γρήγορα, γρήγορος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γοργοπόδαρος -η -ο [γorγopóδaros] Ε5 : που είναι γρήγορος στο τρέξιμο: ~ λαγός.
[μσν. γοργοπόδαρος < γοργο- + ποδάρ(ι) -ος]