Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γορίλλας ο [γorílas] Ο3 : 1. μεγαλόσωμος ανθρωποειδής πίθηκος της Aφρικής. || Είναι σαν ~, μειωτικός χαρακτηρισμός για πολύ μεγαλόσωμο και άγριο στην όψη άνθρωπο. 2. (προφ.) έμπιστος προσωπικός φρουρός· σωματοφύλακας.
[λόγ. αντδ. < νλατ. gorilla -ς < ελνστ. Γόριλλαι `αφρικανική φυλή τριχωτών γυναικών΄ (ίσως όμως πραγματικά το όν. του ζώου) αφρικανικής προέλ.]