Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γονυκλισία η [γoniklisía] Ο25 : (λόγ.) γονατιστή στάση, γονάτισμα, για ένδειξη θρησκευτικού σεβασμού και ικεσίας· (πρβ. μετάνοια 2).
[λόγ. < ελνστ. γονυκλισία]
[Λεξικό Κριαρά]
- γονυκλισία η.
-
- (Θρησκ.) το γονάτισμα σε στάση προσευχής, ικεσίας, «μετάνοια»:
- Περί μετανοίας μεγάλης, ήγουν γονυκλισίας (Βακτ. αρχιερ. 166).
[μτγν. ουσ. γονυκλισία. Η λ. και σήμ.]
- (Θρησκ.) το γονάτισμα σε στάση προσευχής, ικεσίας, «μετάνοια»: