Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γονατιστός, επίθ.
-
- Που είναι πεσμένος στα γόνατα:
- Γονατιστοί στην Δέσποιναν ούτως παρακαλούσιν (Θρ. Κύπρ. 861).
[<γονατίζω. Η λ. στο LBG, στο Βλάχ. και σήμ.]
- Που είναι πεσμένος στα γόνατα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γονατιστός -ή -ό [γonatistós] Ε1 : που έχει γονατίσει, που έχει τα γόνατα λυγισμένα και ακουμπισμένα κάτω. || για στάση σεβασμού και ικεσίας: Σε παρακαλώ γονατιστή.|| (ως ουσ.) η Γονατιστή, η ημέρα της Πεντηκοστής κατά την οποία οι πιστοί γονατίζουν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας.
γονατιστά ΕΠIΡΡ. [μσν. γονατιστός < γονατισ- (γονατίζω) -τός]