Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γονίδιο το [γoníδio] Ο40 : (βιολ.) βασική μονάδα της γενετικής, που αποτελεί τμήμα του χρωματοσώματος και προσδιορίζει βιολογικά τις ιδιότητες του όντος: Tεχνητή κατασκευή γονιδίου.
[λόγ. < νλατ. gonidium < αρχ. γόν(ος) (δες γόνος 1) -idium = -ίδιον]