Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γομώνω [γomóno] Ρ1α μππ. γομωμένος : γεμίζω βλήμα πυροβόλου όπλου με εκρηκτική ύλη: Γομωμένα βλήματα.
[λόγ. < ελνστ. γομ(ῶ) `φορτώνω΄ -ώνω σημδ. γαλλ. charger]
[Λεξικό Κριαρά]
- γομώνω.
-
- Γεμίζω·
- (μτφ.) προκαλώ ικανοποίηση:
- λυτρώθηκεν (ενν. η ψυχή) κι απ’ εκείνο … γομώθηκεν (Rebâb-nâmè 17).
- (μτφ.) προκαλώ ικανοποίηση:
[μτγν. γομόω. Η λ. και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. γομώ, ΙΛ)]
- Γεμίζω·