Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γομάρι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γομάρι το [γomári] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) γάιδαρος. 2. (υβρ.) για άνθρωπο αναίσθητο, αχάριστο και αδιάντροπο. 3. για άνθρωπο σωματώδη.

[μσν. γομάρι(ν) < ελνστ. γομάριον `φορτίο ζώου΄ υποκορ. του αρχ. γόμος `φορτίο΄]

[Λεξικό Κριαρά]
γομάρι το,
βλ. γομάριν.
[Λεξικό Κριαρά]
γομαριατικόν το.
  • Φόρος που σχετίζεται με μεταφορές:
    • εις απαιτήσεις … γομαριατικού (Ψευδο-Σφρ. 54023 (βλ. και Schreiner, JÖB 27, 1978, 218-9)).

[ουδ. του επιθ. γομαριατικός ως ουσ. Τ. ιάτικο σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

[Λεξικό Κριαρά]
γομάριν το· γομάρι.
  • 1)
    • α) Φορτίο, φόρτωμα:
      • είς άνθρωπος φορτωμένος ξύλα ού έτερον τίποτες γομάριν (Ασσίζ. 36131
      • (μεταφ.):
        • Αυτά ουν όλα φρόντισέ τα καλά, … επειδή το γομάριν επάνω σας είναι (Βησσ., Επιστ. 259
      • (προκ. για τον καρπό της κοιλιάς):
        • ολπίζαμε οι ταλαίπωροι, σαν πέσει το γομάρι, να μεγαλώσει και να ζει με του Θεού τη χάρη (Θυσ. 47
    • β) ζώο με φορτίο:
      • ουδέ γομάριν να έλθει αππέξω της χώρας (Μαχ. 6307).
  • 2) (Συνεκδ.) όνος:
    • Μέσα όλοι σαν λιοντάρια να τους πάρω σαν γομάρια (Τριβ., Ταγιαπ. 162).

[μτγν. ουσ. γομάριον. Ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες