Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γοητεύω [γoitévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : για κπ. που ασκεί επάνω στους άλλους μια ακατανίκητη έλξη ή για κτ. που προκαλεί ξεχωριστή ευχαρίστηση: Γυναίκα που γοητεύει τους άνδρες. Tον γοήτευσε η ομορφιά της. Kαταφέρνει να γοητεύει πάντα το κοινό. Έκλεισε τα μάτια γοητευμένος από το τραγούδι της. || ενθουσιάζω: Οι φοιτητές είναι γοητευμένοι από τον καθηγητή τους. Mε γοητεύει η ιδέα να ταξιδέψω στην Iνδία.
[λόγ. < ελνστ. γοητεύω, αρχ. σημ.: `ασκώ μαγεία΄ σημδ. γαλλ. charmer, fasciner]
[Λεξικό Κριαρά]
- γοητεύω.
-
– Βλ. και γητεύω.
- Ασκώ μαγική επίδραση, κάνω μάγια, μαγεύω:
- (Φυσιολ. (Zur.) XVIΙΙ13).
[αρχ. γοητεύω. Η λ. και σήμ.]
- Ασκώ μαγική επίδραση, κάνω μάγια, μαγεύω: