Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γοητευτικός -ή -ό [γoiteftikós] Ε1 : που είναι όμορφος, χαριτωμένος, θελκτικός· που ασκεί επάνω στους άλλους μια ιδιαίτερη γοητεία: Συνάντησα μια νεαρή γοητευτική γυναίκα. Tι γοητευτική φωνή! || που προσελκύει με την προσωπικότητά του: Είναι ~ ομιλητής.
γοητευτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. γοητευτικός `γνώστης της μαγικής τέχνης΄ σημδ. γαλλ. charmant, fascinant]