Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γοητεία η [γoitía] Ο25 : η ιδιαίτερη ελκτική ικανότητα, η προσωπική ακτινοβολία και χάρη ενός προσώπου: Aσκούσε επάνω του μια επικίνδυνη ~. Έπεσε θύμα της γοητείας της. || Mην καταστρέφεις τη ~ της βραδιάς, την ιδιαίτερα θελκτική ατμόσφαιρα. Πόλεις που δε χάνουν ποτέ τη ~ τους. H ~ του απαγορευμένου.
[λόγ. < αρχ. γοητεία `μαγική τέχνη΄ σημδ. γαλλ. charme, fascination]