Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γοερός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γοερός -ή -ό [γoerós] Ε1 : σπαραχτικός, θρηνητικός: Aκούστηκαν γοερές κραυγές. γοερά ΕΠIΡΡ: Έκλαιγε ~.

[λόγ. < αρχ. γοερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες