Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γογγύζω [γongízo] Ρ2.3α : εκφράζω δυσφορία ή αγανάκτηση για κτ., δυσανασχετώ: Ο λαός γογγύζει από το βάρος των φόρων. Yπομένει τα πάντα χωρίς να γογγύζει.
[ελνστ. γογγύζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- γογγύζω· κογγύζω.
-
- Α´ Αμτβ.
- α) Γκρινιάζω, δυσανασχετώ, παραπονιέμαι:
- εκυβέρνα την αφεντία της κακά και εγογγύζανε οι ανθρώποι του τόπου (Χρον. σουλτ. 3136)·
- β) βογγώ (από πόνο):
- ένας … μιαν λαζιάν στο στήθος του κτυπάγει …· την λάζαν αυτός άρπαξεν, σφίγγοντάς τη γογγύζει (Παλαμήδ., Βοηβ. 1325).
- α) Γκρινιάζω, δυσανασχετώ, παραπονιέμαι:
- Β´ (Μτβ.) κακολογώ, κατηγορώ, επιτιμώ κάπ.:
- (Πικατ. 545)·
- ο Διγενής του μάλωσεν, πολλά εγόγγυσέν τον (Διγ. O 2377).
[μτγν. γογγύζω. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Αμτβ.