Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γογγυσμός ο [γongizmós] Ο17 : εκδήλωση αγανάκτησης, δυσφορίας ή δυσαρέσκειας.
[λόγ. < ελνστ. γογγυσμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- γογγυσμός ο.
-
- Διαμαρτυρία:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 172v).
[αρχ. ουσ. γογγυσμός. Η λ. και σήμ.]
- Διαμαρτυρία: