Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γνώρισμα το [γnórizma] Ο49 : το διακριτικό σημάδι, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κάποιου: Kοινό / χαρακτηριστικό ~. Tα γενικά γνωρίσματα της κάθε λογοτεχνικής σχολής
[λόγ. < αρχ. γνώρισμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γνώρισμα το· γνώρισμαν.
-
- 1) Ενδεικτικό σημείο, σημάδι για αναγνώριση, τεκμήριο:
- τούτο μόνον γνώρισμαν των γεννητόρων είχεν (Καλλίμ. 1724)·
- αυτό γαρ έστι γνώρισμα του κατ’ αλήθειαν φίλου (Σπαν. Va 435).
- 2) Αναγνώριση:
- ταύτην ευρίσκει μηχανήν εις γνώρισμαν της κόρης (Καλλίμ. 1718).
[αρχ. ουσ. γνώρισμα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ενδεικτικό σημείο, σημάδι για αναγνώριση, τεκμήριο: