Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γνώριμος, επίθ.· αγνώριμος· εγνώριμος.
-
- 1) Γνωστός:
- η φήμη σου ένι γνώριμος (Λίβ. P 443).
- 2) Οικείος, γνώριμος:
- Αυτή (ενν. η Παναγία) στους ξένους γνώριμος είναι (Διακρούσ. 1177)·
- (ως ουσ.):
- ο γνώριμος ως άγνωστος παρελογίσατό με (Γλυκά, Αναγ. 343).
- 3) Φρ. γίνομαι γνώριμος =
- (α) γνωρίζομαι:
- (Πόλ. Τρωάδ. 334)·
- (β) αναγνωρίζομαι:
- (Πόλ. Τρωάδ. 2684).
- (α) γνωρίζομαι:
- 4) Κατάλληλος:
- θέλεις είσται … ο πλέον εγνώριμος αυτής εις τα της θεραπείας αυτής (Σφρ., Χρον. 9624).
- 5) Δοκιμασμένος:
- δότε εσάς ανθρώπους φρόνιμους … και γνώριμους εις τα σκήφτρα σας (Πεντ. Δευτ. I 13).
- Το ουδ. ως ουσ. = χαρακτηριστικό:
- τούτο γαρ ένι γνώριμον του κατ’ αλήθειαν φίλου (Σπαν. (Μαυρ.) P 149).
[αρχ. επίθ. γνώριμος. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. και σήμ.]
- 1) Γνωστός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γνώριμος -η -ο [γnórimos] Ε5 : 1. (για πρόσ.) που τον έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν, που είναι γνωστός ή οικείος: Είμαστε παλιοί γνώριμοι. Γνώριμη φυσιογνωμία. || (ως ουσ.) ο γνώριμος, ο γνωστός. 2. που τον έχουμε γνωρίσει παλιά και εύκολα τον αναγνωρίζουμε: Mου είναι γνώριμο αυτό το τοπίο. Γνώριμες καταστάσεις. Ο ~ ήχος της καμπάνας.
[αρχ. γνώριμος]