Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γνόφος ο.
-
- α) Σκοτεινιά, μαυρίλα:
- (Πουλολ. 553)·
- β) θύελλα, καταιγίδα:
- (Ιστ. Ηπείρ. XXXIX 6).
[αρχ. ουσ. γνόφος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- α) Σκοτεινιά, μαυρίλα: