Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γνωστοποιώ [γnostopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό, συνήθ. με επίσημο τρόπο: Tα αποτελέσματα του διαγωνισμού θα γνωστοποιηθούν σύντομα. Nα γνωστοποιήσετε έγκαιρα στην αστυνομία την αλλαγή κατοικίας. Mας γνωστοποίησε την απόφασή του να παραιτηθεί.
[λόγ. < μσν. γνωστοποιώ `κάνω γνωστό΄ < γνωστ(όν) -ο- + -ποιώ & σημδ. γερμ. bekanntmachen]