Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γνωστικός, επίθ.
-
- Συνετός, φρόνιμος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [639]).
[αρχ. επίθ. γνωστικός. Η λ. και σήμ.]
- Συνετός, φρόνιμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γνωστικός 1 -ή / -ιά -ό [γnostikós] Ε1, Ε2 : 1. που αναφέρεται στη γνώση ως μάθηση: Γνωστική διαδικασία. Γνωστικά ρήματα, που σημαίνουν γνώση. || (ως ουσ.) το γνωστικό, το μυαλό, ο νους, η κρίση. 2. (οικ.) που είναι συνετός, λογικός: Γνωστικές κουβέντες. Έδωσε μια γνωστική απάντηση. Ό,τι έλεγε ήταν γνωστικό. || (ως ουσ.) ο γνωστικός. ΠAΡ Ελάτε εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, για εκμετάλλευση αδύναμου.
γνωστικά ΕΠIΡΡ: Mίλησε ~. [1: λόγ. < αρχ. γνωστικός· 2: αρχ. γνωστικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γνωστικός 2 -ή -ό : που είναι οπαδός της θεωρίας του γνωστικισμού: ~ φιλόσοφος. || (ως ουσ.) οι Γνωστικοί.
[λόγ. επίθ. < μσν. ουσ. Γνωστικοί < γνώστ(ης) -ικοί, πληθ. του -ικός `αυτοί που κατέχουν τη γνώση των χριστιανικών μυστηρίων΄]