Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνωσιολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γνωσιολογικός -ή -ό [γnosiolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη γνωσιολογία: Γνωσιολογικά συστήματα.

[λόγ. < γαλλ. gnoséologique ή αγγλ. gnosiological < gnosiolog(y) = γνωσιολογ(ία) -ique (-ical) = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες