Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γνωριμία η [γnorimía] Ο25 : 1α. κοινωνική σχέση που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους: Θα γίνει πρώτα μια συνάντηση γνωριμίας. Xάρηκα πολύ για τη ~ σας, τυπική φιλοφρόνηση, όταν μας συστήνουν κπ. Έμεινε ενθουσιασμένος από τη ~ τους. Ήταν μια απλή ~, μια τυπική σχέση. β. εκείνος με τον οποίο γνωριζόμαστε: Έχει μεγάλες γνωριμίες, σχετίζεται με σημαντικά πρόσωπα. || Aυτή η κοπέλα είναι η καινούρια ~ του. 2. έρχομαι σε επαφή, αποκτώ εμπειρία, γνώση ενός καινούριου πράγματος: H ~ μου με το έργο του μεγάλου Άγγλου ποιητή έγινε πολύ αργά.
[λόγ. επίδρ. στο γνωριμιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γνωριμιά η [γnorimná] Ο24 : (λαϊκότρ.) γνωριμία.
[μσν. γνωριμιά < γνώριμ(ος) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- γνωριμία η· αγνωριμία· αγρωνιμιά· γνωριμιά· εγνωριμία· εγνωριμιά.
-
- 1)
- α) Γνωριμία, κοινωνική σχέση, οικειότητα:
- Φιλίαν κι αγάπην είχασιν κι εγνωριμίαν μεγάλην (Χρον. Μορ. H 2122)·
- β) γνωριμία, γνώση:
- ουδέν είχεν τίποτες αγνωριμίαν το πώς ήσαν κουμπισμένες οι κάμαρές του (Ασσίζ. 1119).
- α) Γνωριμία, κοινωνική σχέση, οικειότητα:
- 2) Σημάδι για αναγνώριση, αναγνώριση:
- στον κόσμον ουκ εφάνηκες εγνωριμιάν να δείξεις (Ρίμ. θαν. 106).
[<επίθ. γνώριμος + κατάλ. ‑ία. Ο τ. ‑ιά στο Βλάχ. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. και σήμ.]
- 1)