Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γνωμοδότης ο [γnomoδótis] Ο10 θηλ. γνωμοδότρια [γnomoδótria] Ο27 : αυτός που γνωμοδοτεί.
[λόγ. < ελνστ. γνωμοδότης· λόγ. γνωμοδό(της) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γνωμοδότηση η [γnomoδótisi] Ο33 : η γνωμάτευση, συνήθ. στη νομική και διοικητική γλώσσα: H ~ του Συμβουλίου Επικρατείας.
[λόγ. γνωμοδοτη- (γνωμοδοτώ) -σις > -ση]