Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γνωμοδοτώ [γnomoδotó] Ρ10.9α : γνωματεύω, συνήθ. στη νομική και διοικητική γλώσσα: Ποιος θα γνωμοδοτήσει για το θέμα που μας ενδιαφέρει; Tο νομικό συμβούλιο θα γνωμοδοτήσει για τη συνταγματικότητα του νομοσχεδίου.
[λόγ. < ελνστ. γνωμοδοτῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- γνωμοδοτώ.
-
- Εκφέρω γνώμη, γνωμοδοτώ:
- (Ιστ. πατρ. 15519).
[<ουσ. γνώμη + ‑δοτώ. Η λ. τον 4.-5. αι., σε επιγρ. (DGE, ‑έω) και σήμ.]
- Εκφέρω γνώμη, γνωμοδοτώ: