Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνωμικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
γνωμικός, επίθ.
  • Καθιερωμένος, παραδεκτός:
    • έξιν γνωμικήν των ευγενών Ρωμαίων (Διγ. Z 555).

[μτγν. επίθ. γνωμικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γνωμικός -ή -ό [γnomikós] Ε1 : που αναφέρεται σε μια γενικά αποδεκτή αλήθεια: Γνωμικοί ποιητές. ~ αόριστος, ο αόριστος που χρησιμοποιείται αντί για τον ενεστώτα σε εκφράσεις με καθολική ισχύ.

[λόγ. < αρχ. ή ελνστ. γνωμικός (γνωμικός αόριστος: μτφρδ. γερμ. gnomischer Aorist < αρχ. ή ελνστ. γνωμικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες