Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γνωματεύω [γnomatévo] Ρ5.1α : ως ειδικός εκφράζω έγκυρη γνώμη για κτ.· (πρβ. γνωμοδοτώ): Οι γιατροί γνωμάτευσαν ότι
Οι μηχανικοί θα γνωματεύσουν για την ευστάθεια της γέφυρας.
[λόγ. < ελνστ. γνωματεύω, αρχ. σημ.: `διακρίνω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- γνωματεύω.
-
- (Μέσ.) εκφράζομαι με γνωμικά:
- (Γλυκά, Στ. 78).
[αρχ. γνωματεύω. Η λ. και σήμ.]
- (Μέσ.) εκφράζομαι με γνωμικά: