Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γναθικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γναθικός -ή -ό [γnaθikós] Ε1 : (ανατ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στη γνάθο: Γναθικά νεύρα.

[λόγ. < διεθ. gnathic < αρχ. γνάθ(ος) -ic = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες