Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γνήσιος, επίθ.· γνησίος· εγνήσιος· συγκρ. γνησιέστερος.
-
- 1) (Προκ. για γένος) που δεν έχει υποστεί καμιά μίξη, ανόθευτος, αγνός:
- όσοι άνθρωποι έχουσι το γένος τους νενοθευμένον και μη γνήσιον (Σοφιαν., Παιδαγ. 95).
- 2)
- α) (Προκ. για τέκνο) που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος:
- (Βέλθ. 192)·
- β) (προκ. για αδέλφια) που είναι από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα:
- (Ασσίζ. 16929).
- α) (Προκ. για τέκνο) που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος:
- 3)
- α) Αληθινός, πραγματικός:
- τον είχε αγαπητόν και φίλον γνήσιόν του (Κορων., Μπούας 91)·
- β) (προκ. για διάθεση) ειλικρινής, εγκάρδιος, καλοπροαίρετος:
- αγάπην και στοργήν και διάθεσιν γνησίαν (Λίβ. Sc. 3153).
- α) Αληθινός, πραγματικός:
- 4) Σύμφωνος με το νόμο, νόμιμος:
- ο γνήσιος μητροπολίτης Μονεμβασίας, ο νομίμως χειροτονηθείς (Ιστ. πατρ. 1432)·
- γνήσιός του κληρονόμος (Ασσίζ. 21324).
- 5) Πιστός, έμπιστος, αφοσιωμένος:
- κατάσκοπος γνήσιος Αλεξάνδρου (Βίος Αλ. 2093).
- Το αρσ. ως ουσ. =
- α) πρόσωπο έμπιστο του στενού περιβάλλοντος:
- (Αχιλλ. N 646)·
- β) συγγενής:
- (Σπαν. O 194).
- α) πρόσωπο έμπιστο του στενού περιβάλλοντος:
[αρχ. επίθ. γνήσιος. Ο τ. εγν‑ και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γνή‑). Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για γένος) που δεν έχει υποστεί καμιά μίξη, ανόθευτος, αγνός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γνήσιος -α -ο [γnísios] Ε6 : 1α. που δεν έχει υποστεί νοθεία, που δεν έχει προσμείξεις: Γνήσιο λάδι / βούτυρο. || που δεν είναι απομίμηση: Tσάντα από γνήσιο δέρμα. Γνήσια μαργαριτάρια. || (γραμμ.) γνήσια σύνθεση*. β. σε αντιδιαστολή προς ό,τι αποτελεί απομίμηση άλλου, που προέρχεται πραγματικά από εκείνον στον οποίο τον αποδίδουμε: Γνήσια γαλλική σαμπάνια. Γνήσιο λαϊκό τραγούδι. Ένας ~ Πικάσο (ενν. πίνακας), αυθεντικός1. ANT πλαστός. || (ως ουσ.) το γνήσιο: Bεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής, η γνησιότητα. 2. (για πρόσ.) α. που προέρχεται από μια νόμιμη σχέση, συνήθ. στη νομική ορολογία: Γνήσιο τέκνο. Είναι γνήσια αδέλφια. β. για άνθρωπο ή για ζώο που δεν προέρχεται από επιμειξίες: ~ Γάλλος. Γνήσια ράτσα. Γνήσιο λυκόσκυλο. γ. τυπικός, αντιπροσωπευτικός: ~ εκπρόσωπος της γενιάς του. Είναι ένας ~ Έλληνας. δ. ~ καλλιτέχνης, που η τέχνη του ανταποκρίνεται σε μια βαθιά και ειλικρινή ανάγκη για έκφραση, που το ταλέντο του είναι πηγαίο.
γνήσια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. γνήσιος]