Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνέσιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γνέσιμο το [γnésimo] Ο50 : η ενέργεια του γνέθω, η μετατροπή του μαλλιού ή του βαμβακιού σε νήμα.

[γνεσ- (γνέθω) -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες